- σαμβαλούχη
- ἡ, Αθήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + -ούχη (< -οῦχος* < ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμβαλούχην — σαμβαλούχη shoe case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] … Dictionary of Greek